μετοχίτικος

μετοχίτικος
-η, -ο [μετόχι]
(για κτήμα ή οικία) αυτός που ανήκει ή υπάγεται σε μετόχιο μονής («μετοχίτικο κτήμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”